- παμπάλαια
- παμπάλαιοςvery oldneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek
Γασκονία — (Gascogne). Γεωγραφική περιοχή στο νοτιοδυτικό άκρο της Γαλλίας, ανάμεσα στα Πυρηναία του Ατλαντικού και στον ποταμό Γαρούνα, ο οποίος την ορίζει από τα Α και τα Β. Στο έδαφος της Γ. απλώνονται οι νομοί Λαντ, Ζερ και Άνω Πυρηναία, καθώς και τα… … Dictionary of Greek
Καναζάβα — (Kanazawa). Πόλη (456.434 κάτ. το 2000) της Ιαπωνίας, πρωτεύουσα της διοικητικής περιφέρειας Ισικάβα (4.185 τ. χλμ., 1.180.377 κάτ.). Θεμελιώθηκε το 1471 από τους επαναστάτες του Xικό (βουδιστική αίρεση), που κατασκεύασαν και το οχυρό της Oγιάμα … Dictionary of Greek